πτίλων

πτίλων
πτίλον
soft feathers
neut gen pl
πτίλος
suffering from
fem gen pl
πτίλος
suffering from
masc/neut gen pl
πτιλόω
furnish with feathers
imperf ind act 3rd pl (doric aeolic)
πτιλόω
furnish with feathers
imperf ind act 1st sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πτέρωμα — το, ΝΜΑ, και φτέρωμα Ν 1. τα φτερά και τα πούπουλα ενός πτηνού, το σύνολο τών πτερών και τών πτίλων 2. μτφ. η δύναμη για πέταγμα ή για κίνηση (α. «φρενών πτέρωμα», Κάλβ. β. «τὸ τῆς ψυχῆς... πτέρωμα», Μεθόδ. γ. «πτέρωμα τῆς κινήσεως», Γαλ.) νεοελλ …   Dictionary of Greek

  • πτίλωμα — το, Ν το σύνολο τών πτίλων ενός πτηνού. [ΕΤΥΜΟΛ. < πτίλον + κατάλ. ωμα (πρβλ. πτέρ ωμα). Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • πτερότιλση — η, Ν (ιδίως κατά την εποχή τής πτερορρύησης) η αφαίρεση τών πτίλων ζωντανού πτηνού προκειμένου να χρησιμοποιηθεί ως υλικό για το γέμισμα μαξιλαριών και παπλωμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < πτερό + τίλση (< τίλλω «μαδώ»)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”